Δηιονέα

Δηιονέα
Δηϊονέᾱ , Δηϊονεύς
masc acc sg
Δηιονέᾱ , Δηιόνευς
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αινετός — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του βασιλιά της Φωκίδας Δικώνα ή Δηιονέα και της Διομήδης, κόρης του Ξούθου. * * * ή, όν (Α αἰνετὸς) [αἰνῶ] αυτός που αξίζει να αινείται, να εξυμνείται, επαινετός …   Dictionary of Greek

  • κέφαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ερμή ή του Πανδιόνα και της Έρσης (κόρης του Κέκροπα) ή της Κρέουσας, επώνυμος του δήμου Κεφαλής και του αττικού γένους των Κεφαλιδών. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ερωτεύτηκε την Πρόκριδα, την παντρεύτηκε και ζούσε …   Dictionary of Greek

  • Περιγόνη — Κόρη του ληστή Σίνη. Όταν ο Θησέας σκότωσε τον πατέρα της κρύφτηκε στα χωράφια και παρακαλούσε τα φυτά να την προστατέψουν. Τελικά ο Θησέας τη βίασε και η Π. γέννησε απ’αυτόν το Μελάνιππο. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Πλούταρχου, παντρεύτηκε αργότερα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”